Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προβληματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προβληματικ|ός <-ή, -ό> [prɔvlimatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. προβληματικός (που ενέχει προβλήματα):

προβληματικός
Problemkind ουδ

2. προβληματικός (αμφίβολος):

προβληματικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский