Ελληνικά » Γερμανικά

I . προβληματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔvlimaˈtizɔ] VERB μεταβ

προβληματίζω κάποιον

II . προβληματίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με προβληματίζω

προβληματίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский