Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προβλέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προβλέ|πω <-ψα> [prɔˈvlɛpɔ] VERB μεταβ

1. προβλέπω (κάτι μελλοντικό):

προβλέπω

2. προβλέπω (σχεδιάζω, ορίζω):

προβλέπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский