Ελληνικά » Γερμανικά

πριμοδότησ|η <-εις> [primɔˈðɔtisi] SUBST θηλ ΟΙΚΟΝ

πριμοδότηση
Subvention θηλ
πριμοδότηση απόσυρσης αυτοκινήτου θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский