Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρίσμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρίσμα [ˈprizma] SUBST ουδ

1. πρίσμα:

πρίσμα ΜΑΘ, ΦΥΣ
Prisma ουδ
ανακλαστικό πρίσμα
Spiegelprisma ουδ
πλάγιο πρίσμα
schiefes Prisma ουδ
πενταγωνικό πρίσμα
Pentaprisma ουδ
πενταγωνικό πρίσμα
πολωτικό πρίσμα

2. πρίσμα μτφ (άποψη):

πρίσμα
Licht ουδ
υπό το πρίσμα του
im Licht des
το βλέπει με το πρίσμα της

Παραδειγματικές φράσεις με πρίσμα

πλάγιο πρίσμα
πολωτικό πρίσμα
υπό το πρίσμα του
το βλέπει με το πρίσμα της

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский