Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πριονωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πριονωτ|ός <-ή, -ό> [priɔnɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

πριονωτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский