Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πονηρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πονηρ|ός <-ή, -ό> [pɔniˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. πονηρός (έξυπνος):

πονηρός

2. πονηρός (έξυπνος και λίγο δόλιος):

πονηρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский