Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πονηρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πονηρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [pɔniˈrɛvɔ] VERB μεταβ

1. πονηρεύω (κάνω πονηρό):

πονηρεύω

2. πονηρεύω (κινώ την υποψία):

πονηρεύω

II . πονηρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [pɔniˈrɛvɔ] VERB αμετάβ

πονηρεύω

III . πονηρεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский