Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολλαπλασιασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολλαπλασιασμός [pɔlaplasiazˈmɔs] SUBST αρσ

1. πολλαπλασιασμός (γενικά):

πολλαπλασιασμός

2. πολλαπλασιασμός ΜΑΘ:

πολλαπλασιασμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский