Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολλαπλασιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολλαπλασιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pɔlaplasiˈazɔ] VERB μεταβ

1. πολλαπλασιάζω (γενικά):

πολλαπλασιάζω

2. πολλαπλασιάζω ΜΑΘ:

πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζω το 5 με 7

Παραδειγματικές φράσεις με πολλαπλασιάζω

πολλαπλασιάζω το 5 με 7

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский