Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολλαπλάσιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολλαπλάσιο [pɔlaˈplasiɔ] SUBST ουδ

πολλαπλάσιο
Vielfaches ουδ
(ελάχιστο) κοινό πολλαπλάσιο

Παραδειγματικές φράσεις με πολλαπλάσιο

ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο
(ελάχιστο) κοινό πολλαπλάσιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский