Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποδοπατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποδοπατ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pɔðɔpaˈtɔ] VERB μεταβ

2. ποδοπατώ μτφ:

Παραδειγματικές φράσεις με ποδοπατώ

ποδοπατώ κάτι
auf etw αιτ treten

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский