Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποδοκίνητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποδοκίνητ|ος <-η, -ο> [pɔðɔˈcinitɔs] ΕΠΊΘ

ποδοκίνητος
Tret-, mit Fußantrieb

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский