Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πλειοδοσία , πλειοδοτώ , πλειονότητα , προδότρια και πλειοδότης

πλειοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pliɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ

πλειοδοσία [pliɔðɔˈsia] SUBST θηλ

πλειοδότης (πλειοδότρια) [pliɔˈðɔtis, pliɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

πλειονότητα [pliɔˈnɔtita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский