Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλειοδοσία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλειοδοσία [pliɔðɔˈsia] SUBST θηλ

πλειοδοσία
höheres Gebot ουδ
τελευταία πλειοδοσία
Höchstgebot ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με πλειοδοσία

τελευταία πλειοδοσία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский