Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλαντάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλαντά|ζω <-ξα, -γμένος> [planˈdazɔ] VERB αμετάβ

πλαντάζω από το θυμό
πλαντάζω στο κλάμα

Παραδειγματικές φράσεις με πλαντάζω

πλαντάζω από το θυμό
πλαντάζω στο κλάμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский