Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλάνο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλάνο [ˈplanɔ] SUBST ουδ

1. πλάνο (σχέδιο, ιδέα, σχήμα):

πλάνο
Plan αρσ

2. πλάνο (κάτοψη):

πλάνο
Grundriss αρσ

3. πλάνο ΚΙΝΗΜ (λήψη):

πλάνο
Aufnahme θηλ
κοντινό πλάνο
Nahaufnahme θηλ

4. πλάνο ΚΙΝΗΜ και μτφ:

σε πρώτο πλάνο

Παραδειγματικές φράσεις με πλάνο

κοντινό πλάνο
σε πρώτο πλάνο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский