Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλάστρια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλαστήρι [plasˈtiri] SUBST ουδ

πλαστίδιο [plasˈtiðiɔ] SUBST ουδ ΒΙΟΛ

πλαστική [plastiˈci] SUBST θηλ

πλαστότητα [plasˈtɔtita] SUBST θηλ

πλαστουργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [plasturˈɣɔ] VERB μεταβ

πλαστούργημα [plasˈturjima] SUBST ουδ

πλάστιγγα [ˈplastiŋga] SUBST θηλ

1. πλάστιγγα (ζυγαριά):

Waage θηλ

2. πλάστιγγα (δίσκος της ζυγαριάς):

Waagschale θηλ

πλαστικ|ός <-ή, -ό> [plastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. πλαστικός (της πλαστικής, μάζα, εμφάνιση):

2. πλαστικός (εγχείρηση):

Schönheits-

3. πλαστικός (από πλαστικό):

Plastik-, aus Kunststoff/Plastik

πλαστιζέλ [plastiˈzɛl] SUBST ουδ αμετάβλ

πλαστιζόλ [plastiˈzɔl] SUBST ουδ

πλαστογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [plastɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ

1. πλαστογραφώ (έγγραφο):

2. πλαστογραφώ μτφ (την ιστορία, αλήθεια):

πλαστουργός [plasturˈɣɔs] SUBST αρσ (επίσης Θεός)

πλαστομερές [plastɔmɛˈrɛs] SUBST ουδ ΧΗΜ

πλαστογράφημα [plastɔˈɣrafima] SUBST ουδ

ζαχαροπλάστης [zaxarɔˈplastis] SUBST αρσ, ζαχαροπλάστισσα [zaxarɔˈplastisa], ζαχαροπλάστρια [zaxarɔˈplastria] SUBST θηλ

πλαστελίνη [plastɛˈlini] SUBST θηλ

πλαστικότητα [plastiˈkɔtita] SUBST θηλ

πλαστογράφος [plastɔˈɣrafɔs] SUBST mf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский