Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιτσιλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πιτσιλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pitsiˈlizɔ] VERB μεταβ

πιτσιλίζω κάτι με κάτι

II . πιτσιλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pitsiˈlizɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский