Ελληνικά » Γερμανικά

περιηγητής (περιηγήτρια) [pɛriijiˈtis, pɛriiˈjitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

περιήγησ|η <-εις> [pɛriˈijisi] SUBST θηλ

περιγελ|ώ <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> [pɛrijɛˈlɔ] VERB μεταβ

1. περιγελώ (χλευάζω):

2. περιγελώ (γελώ σε βάρος κάποιου):

3. περιγελώ (ξεγελώ):

περίληψ|η <-εις> [pɛˈrilipsi] SUBST θηλ

περιηγ|ούμαι <-ήθηκα> [pɛriiˈɣumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

περιζήτητ|ος <-η, -ο> [pɛriˈzititɔs] ΕΠΊΘ

περιπατητής (περιπατήτρια) [pɛripatiˈtis, pɛripaˈtitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский