Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιγελώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιγελ|ώ <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> [pɛrijɛˈlɔ] VERB μεταβ

1. περιγελώ (χλευάζω):

περιγελώ

2. περιγελώ (γελώ σε βάρος κάποιου):

περιγελώ

3. περιγελώ (ξεγελώ):

περιγελώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский