Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . περι|βάλλω <-έβαλα, -βλήθηκα, -(βε)βλημένος> [pɛriˈvalɔ] VERB μεταβ

περιβάλλω με

II . περιβάλλομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский