Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιβόητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιβόητ|ος <-η, -ο> [pɛriˈvɔitɔs] ΕΠΊΘ

1. περιβόητος (ξακουστός):

περιβόητος

2. περιβόητος (για κάτι κακό):

περιβόητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский