Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περίφημος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περίφημ|ος <-η, -ο> [pɛˈrifimɔs] ΕΠΊΘ

1. περίφημος (ξακουστός):

περίφημος

2. περίφημος (θαυμάσιος):

περίφημος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский