Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . περι|φέρω <-έφερα, -φέρθηκα> [pɛriˈfɛrɔ] VERB μεταβ

1. περιφέρω (φέρω εδώ κι εκεί):

περιφέρω

2. περιφέρω (το βλέμμα):

περιφέρω

II . περιφέρομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. περιφέρομαι (γυρίζω):

2. περιφέρομαι (πηγαίνω εδώ κι εκεί):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский