Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περίφραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περίφραξ|η <-εις> [pɛˈrifraksi] SUBST θηλ

1. περίφραξη (πράξη):

περίφραξη
Einzäunen ουδ

2. περίφραξη (περίφραγμα):

περίφραξη
Umzäunung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский