Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πενθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πενθ|ώ <-είς, -ησα> [pɛnˈθɔ] VERB μεταβ

II . πενθ|ώ <-είς, -ησα> [pɛnˈθɔ] VERB αμετάβ

πενθώ

Παραδειγματικές φράσεις με πενθώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский