Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πένθιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πένθιμ|ος <-η, -ο> [ˈpɛnθimɔs] ΕΠΊΘ

1. πένθιμος (αναφερόμενος στο πένθος):

πένθιμος
Trauer-

2. πένθιμος (λυπηρός):

πένθιμος

3. πένθιμος (ζοφερός):

πένθιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский