Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πελεκώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πελεκ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pɛlɛˈkɔ] VERB μεταβ

1. πελεκώ (ξύλο):

πελεκώ ένα (κομμάτι) ξύλο

2. πελεκώ (πέτρα):

πελεκώ

Παραδειγματικές φράσεις με πελεκώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский