Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρεξήγηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρεξήγησ|η <-εις> [parɛˈksijisi] SUBST θηλ

1. παρεξήγηση (παρερμηνεία):

παρεξήγηση
Missdeutung θηλ

2. παρεξήγηση (κακοσυνεννόηση):

παρεξήγηση

3. παρεξήγηση (δυσάρεστο επεισόδιο):

παρεξήγηση
έγινε μια παρεξήγηση

Παραδειγματικές φράσεις με παρεξήγηση

η παρεξήγηση θεωρείται λήξασα
έγινε μια παρεξήγηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский