Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρενόχληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρενόχλησ|η <-εις> [parɛˈnɔxlisi] SUBST θηλ

παρενόχληση
Störung θηλ
σεξουαλική παρενόχληση

Παραδειγματικές φράσεις με παρενόχληση

παρενόχληση θηλ ραδιοσυχνοτήτων
σεξουαλική παρενόχληση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский