Ελληνικά » Γερμανικά

I . παρεξηγ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [parɛksiˈɣɔ] VERB μεταβ

1. παρεξηγώ (καταλαβαίνω λάθος):

παρεξηγώ

2. παρεξηγώ (ερμηνεύω λάθος):

παρεξηγώ

ιδιωτισμοί:

Παραδειγματικές φράσεις με παρεξηγώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский