Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρατάσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παρ|ατάσσω <-άταξα [ή -έταξα], -ατάχτηκα, -αταγμένος> [paraˈtasɔ] VERB μεταβ

1. παρατάσσω (τοποθετώ):

παρατάσσω

2. παρατάσσω (στρατιώτες):

παρατάσσω

II . παρατάσσομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский