Ελληνικά » Γερμανικά

παρασύρω

παρασύρω s. παρασέρνω

Βλέπε και: παρασέρνω

παρ|ασέρνω [paraˈsɛrnɔ], παρ|ασύρω [paraˈsirɔ] <-άσυρα [ή -έσυρα], -ασύρθηκα, -ασυρμένος> VERB μεταβ

1. παρασέρνω (για αυτοκίνητο, ποταμό, ενθουσιασμό, πάθος):

2. παρασέρνω μτφ (ξεμυαλίζω):

παρ|ασέρνω [paraˈsɛrnɔ], παρ|ασύρω [paraˈsirɔ] <-άσυρα [ή -έσυρα], -ασύρθηκα, -ασυρμένος> VERB μεταβ

1. παρασέρνω (για αυτοκίνητο, ποταμό, ενθουσιασμό, πάθος):

2. παρασέρνω μτφ (ξεμυαλίζω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский