Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραπέφτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραπέ|φτω <-σα> [paraˈpɛftɔ] VERB αμετάβ

1. παραπέφτω (πέφτω παράμερα):

παραπέφτω

2. παραπέφτω (χάνομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский