Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραλείπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρ|αλείπω <-άλειψα [ή -έλειψα], -αλείφτηκα> [paraˈlipɔ] VERB μεταβ

1. παραλείπω:

παραλείπω να κάνω κάτι

2. παραλείπω (δε λέω):

παραλείπω

3. παραλείπω (κεφάλαιο, ασκήσεις):

παραλείπω

Παραδειγματικές φράσεις με παραλείπω

παραλείπω να κάνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский