Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραδειγματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παραδειγματί|ζω [paraðiɣmaˈtizɔ] VERB μεταβ

παραδειγματίζω κάποιον

II . παραδειγματίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με παραδειγματίζω

παραδειγματίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский