Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάσο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάσο [ˈpasɔ] SUBST ουδ

1. πάσο (βήμα):

πάσο
Schritt αρσ
με το πάσο (μου, σου …)

2. πάσο (βίδας):

πάσο
Gewinde ουδ

3. πάσο (άνοιγμα από κουζίνα προς τραπεζαρία):

πάσο
Durchreiche θηλ

4. πάσο (στα χαρτιά):

πάσο
Passen ουδ
πάω πάσο

Παραδειγματικές φράσεις με πάσο

πάω πάσο
με το πάσο (μου, σου …)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский