Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πασπαλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πασπαλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [paspaˈlizɔ] VERB μεταβ

1. πασπαλίζω (με σκόνη):

πασπαλίζω

2. πασπαλίζω (με ζάχαρη, αλεύρι):

πασπαλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский