Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορυκτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορυκτ|ός <-ή, -ό> [ɔrikˈtɔs] ΕΠΊΘ

ορυκτός
mineralisch, Mineral-
ορυκτός πλούτος
Bodenschätze αρσ πλ
Mineralsäure θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ορυκτός

ορυκτός πλούτος
Bodenschätze αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский