Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορφανεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορφαν|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ɔrfaˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

ορφανεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский