Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορκίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ορκί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɔrˈcizɔmɛ] VERB μεταβ

ορκίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский