Ελληνικά » Γερμανικά

οργανισμός [ɔrɣanizˈmɔs] SUBST αρσ

1. οργανισμός ΒΙΟΛ:

Organismus αρσ

οργανικ|ός <-ή, -ό> [ɔrɣaniˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. οργανικός ΜΟΥΣ:

instrumental, Instrumental-

οργανωτής (οργανώτρια) [ɔrɣanɔˈtis, ɔrɣaˈnɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

κιθαριστής [ciθarisˈtis], κιθαρίστας [ciθaˈristas] SUBST αρσ, κιθαρίστρια [ciθaˈristria] SUBST θηλ

Gitarrist(in) αρσ (θηλ)

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский