Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: οργάνωση , οργανωτής και οργανώνω

οργανωτής (οργανώτρια) [ɔrɣanɔˈtis, ɔrɣaˈnɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

I . οργανώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɔrɣaˈnɔnɔ] VERB μεταβ

II . οργανώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. οργανώνομαι (με συνεταίρους):

2. οργανώνομαι (εντάσσομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский