Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οργασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οργασμός [ɔrɣazˈmɔs] SUBST αρσ

1. οργασμός ΒΙΟΛ:

οργασμός
Orgasmus αρσ

2. οργασμός μτφ (αποκορύφωμα):

οργασμός
Höhepunkt αρσ

3. οργασμός μτφ (μανία):

οργασμός
Wahn αρσ
οικοδομικός οργασμός
Bauwahn αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με οργασμός

οικοδομικός οργασμός
Bauwahn αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский