Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οργίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . οργί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɔrˈjizɔ] VERB μεταβ

οργίζω

II . οργίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский