Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομοιοκαταληκτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομοιοκαταληκτ|ώ <-είς> [ɔmiɔkatalikˈtɔ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

ομοιοκαταληκτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский