Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομοιόμορφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομοιόμορφ|ος <-η, -ο> [ɔmiˈɔmɔrfɔs] ΕΠΊΘ

1. ομοιόμορφος (γενικά):

ομοιόμορφος

2. ομοιόμορφος ΜΑΘ:

ομοιόμορφος
homöomorphe Räume αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский