Ελληνικά » Γερμανικά

οικοδιδάσκαλος (οικοδιδασκάλισσα) [ikɔðiˈðaskalɔs, ikɔðiðasˈkalisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

οικοδιδάσκαλος (οικοδιδασκάλισσα)
Hauslehrer(in) αρσ (θηλ)

διδασκαλία [ðiðaskaˈlia] SUBST θηλ

1. διδασκαλία (ασχόληση του δασκάλου):

3. διδασκαλία (σύνολο διδαγμάτων δόγματος):

Lehre θηλ

4. διδασκαλία ΘΈΑΤ:

Inszenierung θηλ

χοροδιδασκαλείο [xɔrɔðiðaskaˈliɔ] SUBST ουδ

αλληλοδιδασκαλία [alilɔðiðaskaˈlia] SUBST θηλ

χοροδιδάσκαλος [xɔrɔðiˈðaskalɔs] SUBST αρσ

διδασκαλείο [ðiðaskaˈliɔ] SUBST ουδ

οικοδέσποινα [ikɔˈðɛspina] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский