Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικοδομή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικοδομή [ikɔðɔˈmi] SUBST θηλ (χτίσιμο, κτήριο)

οικοδομή
Bau αρσ
νέα οικοδομή
Neubau αρσ
Bauaufsicht θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με οικοδομή

νέα οικοδομή
Neubau αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский